παραφύσεις

παραφύσεις
παράφυσις
attachment
fem nom/voc pl (attic epic)
παράφυσις
attachment
fem nom/acc pl (attic)
παραφύ̱σεις , παραφύομαι
aor subj act 2nd sg (epic)
παραφύ̱σεις , παραφύομαι
fut ind act 2nd sg
παραφυσάω
blow upon
imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

  • υποκρείδες — (Hypocreaceae). Οικογένεια Aσκομυκήτων, που αριθμεί περισσότερα από 100 γένη με πολυάριθμα είδη. Οι μύκητες αυτοί χαρακτηρίζονται από ενδογενή ή επιφανειακά περιθήκια, σφαιρικά ή κυλινδρικά τοιχώματα με ζωηρά συνήθως χρώματα, ασκούς, παραφύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”